Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

αποτρόπαιος, -ή, -ό

     αουτρέϊτζιους    
outrageous

     apotrópeos, -í, -ó    

Ερμηνεία:

Αυτός που προκαλεί απέχθεια, ο απαίσιος, Αυτός που δεν είναι αίσιος ή ευνοϊκός, ο αποκρουστικός, ο απεχθής, ο φοβερός, ο φρικαλέος, ο εξωφρενικός, ο υπερβολικός



Ετυμολογία:



Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

T D Bird
Am J Hum Genet. 1999 May; 64(5): 1289–1292. doi: 10.1086/302388
 
Cal State J Med. 1910 February; 8(2): 39–40
 
Allison Gandey
CMAJ. 2004 January 6; 170(1): 28.


Συνώνυμα:





 Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »


© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Ιατρικό λεξιλόγιο: